- ὑαλῶπις
- ὑᾰλ-ῶπις, ιδος, ἡ,A glassy, crystalline,
ἴασπις Orph.L.613
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἴασπις Orph.L.613
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υαλώπις — ώπιδος, ἡ, Α αυτή που έχει την εμφάνιση και τη λάμψη τής υάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + ῶπις (θηλ. τού ωπός< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. γλαυκ ῶπις] … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek